- νευρομυϊκός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει σχέση με τα νεύρα και τους μυς2. φρ. α) «νευρομυϊκή άτρακτος»βιολ. τασεοϋποδοχείς τών σκελετικών μυών οι οποίοι μετρούν και δίνουν το σήμα για την παθητική τάση ενός μυόςβ) «νευρομυϊκή σύναψη»βιολ. δομική και λειτουργική διαφοροποίηση μιας νευρικής απόληξης και μιας κινητικής μυϊκής ίνας, καθώς και σημείο σύνδεσης τού νεύρου με την μυϊκή ίναγ) «νευρομυϊκός ανασταλτικός παράγοντας»ιατρ. φάρμακο που παρεμβάλλεται στη διαβίβαση τών νευρικών ώσεων από ένα νεύρο σε έναν μυ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuromyic < νευρ(ο)-* + μυϊκός (< μυς). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ιω. Φουστάνο].
Dictionary of Greek. 2013.